«Χωρογραφία», Κεντρικός διάδρομος, Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, 2024-2025

Η ψηφιακή παρέμβαση με τίτλο «Χωρογραφία» προσθέτει ένα άυλο, ψηφιακό επίπεδο στην υλική επιφάνεια του κτηρίου (υαλοστάσια κεντρικού διαδρόμου), συνδυάζοντας οπτικές εικόνες, πρωτότυπη μουσική και ένα πεδίο ήχων που περιλαμβάνει φυσικά ηχοτοπία.
Επιδιώκει να στρέψει την προσοχή στο κτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων και σε ιδιαίτερα γνωρίσματα της αρχιτεκτονικής του Άρη Κωνσταντινίδη, εκφράζοντας παράλληλα την ιδέα ότι ο χωρικός σχεδιασμός επηρεάζει τη μουσειακή εμπειρία – δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο οι επισκέπτες εξερευνούν το μουσείο, αντιλαμβάνονται τα εκθέματα, και αποκτούν επίγνωση της κοινής παρουσίας τους με άλλους επισκέπτες.
Κύρια σημεία οπτικoακουστικής αφήγησης
Η οπτικοακουστική αφήγηση ενεργοποιείται με την κίνηση του επισκέπτη και ξεκινά με τη σχεδιαστική περιγραφή του χώρου προβολής. Σταδιακά ξεδιπλώνονται θεμελιώδεις επιλογές του αρχιτέκτονα, με αφετηρία την μελετημένη ένταξη του κτηρίου στο τοπίο της πόλης και του περιβάλλοντός της – σε φυσική έξαρση του εδάφους, στην άκρη του πάρκου, με ανοιχτή θέα στη λίμνη.
Ο ρυθμός της αφήγησης αλλάζει καθώς η προσοχή επικεντρώνεται στο οργανωμένο σύστημα γραμμών που δημιουργεί τη σύνταξη και τη μορφή του αρχιτεκτονήματος. Η ρυθμική εναλλαγή ανάμεσα στις οροφές των 3 και 5 μέτρων του κτηρίου συσχετίζεται με τη ρυθμική εναλλαγή κλειστών και υπαίθριων χώρων στην πορεία. Πάνω στην κάτοψη, σχεδιάζονται επιμέρους στοιχεία (διαφανείς γυάλινοι τοίχοι, τρία εσωτερικά αίθρια, μετέπειτα μεταβολές του χώρου), με ιδιαίτερη έμφαση στον κεντρικό άξονα κίνησης που διασχίζει το κτήριο σε όλο του το μήκος, και στις παράλληλες με αυτόν διαδρομές μέσα και έξω από το Μουσείο.
Το οριζόντιο επίπεδο της κάτοψης δίνει τη θέση του στη τομή κατά μήκος του κτηρίου, κατευθύνοντας το ενδιαφέρον στον τρόπο με τον οποίο η οργάνωση του χώρου μορφοποιεί τις κινήσεις και τις θεάσεις. Τα διαφανή ανοίγματα των αιθουσών δημιουργούν οπτικές συνδέσεις διαμέσου των αιθρίων και την αίσθηση του οπτικού βάθους.
Το τελευταίο μέρος της οπτικοακουστικής αφήγησης αντιστρέφει την οπτική, μεταφέροντας το βλέμμα του θεατή από το αίθριο στον εσωτερικό χώρο του Μουσείου: αποτελεί χώρο συνάντησης αρχαιολογικών αντικειμένων και ανθρώπων, διαφόρων εποχών από περιοχές της Ηπείρου, και διασταύρωσης των διαδρομών διαφορετικών επισκεπτών, καθιστώντας τη θέαση και τη μεταφορά της γνώσης μια συλλογική εμπειρία.
Ο τίτλος της ψηφιακής παρέμβασης εμπνέεται από το βιβλίο του Γιάννη Πεπονή «Χωρογραφίες» (1997).